ψυχοφυσιολόγος

ψυχοφυσιολόγος
ο, η
ο επιστήμονας που ασχολείται με την ψυχοφυσιολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοφυσιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φυσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”